- χαλκόνωτος
- χαλκό-νωτος, ον,A bronze-backed, ἀσπίς, ἰτέα, E.Tr.1136,1193.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χαλκόνωτος — ον, Α βλ. χαλκεόνωτος … Dictionary of Greek
χαλκόνωτον — χαλκόνωτος bronze backed masc/fem acc sg χαλκόνωτος bronze backed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκεόνωτος — ον, ΜΑ, και χαλκόνωτος Α (ποιητ. τ.) αυτός που έχει χάλκινα νώτα (α. «χαλκεόνωτα κύμβαλα», Νόνν. β. «χαλκόνωτον ασπίδα τήνδ », Ευρ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο / χαλκ(ο) * + νωτος (< νῶτον), πρβλ. εὐρύ νωτος, ποικιλό νωτος] … Dictionary of Greek